16 Μαΐου 2007

Σκιές του εαυτού μας


Το βλέπεις εκείνο το κοριτσάκι;
Ναι εκείνο που κάθεται κουρνιασμένο και φοβισμένο την γωνία... Γιατί δεν το βοηθάς;
Ναι σε εσένα μιλάω! Δεν υπάρχει κανένας άλλως εδώ πέρα!
Μην μου λες δικαιολογίες...
Έχεις δει ποτέ τα μάτια του;
Έχεις τολμήσει ποτέ να κοιτάξεις έστω και λίγο;
Όχι ε; Γιατί τι φοβάσαι;
Το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι αυτό το κοριτσάκι είναι εκεί γιατί εσύ το έβαλες, εσύ δεν το αφήνεις να φύγει από εκεί, δεν το αφήνεις να αναπνεύσει, να χαμογελάσει, να δει λίγο ήλιο.
Ήλιο!Φως! που ακόμα και οι καταδικασμένοι σε θάνατο έχουν το δικαίωμα να δουν!!!
Γιατί τιμωρείς έτσι ένα κομμάτι αγνό; Όχι... όχι δεν στα λέω για να κλάψεις ή για σε κάνω να πονέσεις...
Αλλά ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι είναι αλήθεια... γι' αυτό σε αγγίζουν, όχι επιφανειακά αλλά στην καρδιά σου.

Άσε το κοριτσάκι να βγει έξω από αυτό το σκοτεινό μέρος, άφησε το να σε κοιτάξει στα μάτια! Νομίζω πως ξέρεις τι θα δεις... μην με ρωτάς...
Μην φοβάσαι, δεν υπάρχει λόγος, είσαι δυνατή ακόμα και αν δεν το πιστεύεις...
Προχώρησε και άνοιξε τα φτερά σου :)
Be FREE

4 Μαΐου 2007

FATA MORGANA Καββαδίας


FATA MORGANA
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.



Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από τη Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι
κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι.

Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες.

Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου,
και φυλλομετρά το καζαμία.

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στη κόλαση μπορντέλο.